στενοκωκύτους

στενοκωκύτους
στενοκώκυτος
so fast set in
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στενοκώκυτος — ον, Α (με κωμ. σημ.) (για τρίχα) αυτός που είναι τόσο βαθιά ριζωμένος ώστε να κραυγάζει κανείς όταν τόν ξεριζώνουν («ἐκκοκκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κωκυτός «θρήνος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”